ειδεχθής

ειδεχθής
-ές (Α εἰδεχθής, -ές)
ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα»)
αρχ.
σάπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + -εχθής < έχθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Debtocracy — Directed by Katerina Kitidi Aris Hatzistefanou Produced by Kostas Efimeros Written by Katerina Kitidi Aris …   Wikipedia

  • ειδέχθεια — εἰδέχθεια, η (Α) [ειδεχθής] αποκρουστική όψη …   Dictionary of Greek

  • φρικτός — ή, ό / φρικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω] 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός 2. ειδεχθής, απαίσιος μσν. αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”